σορόκος

σορόκος
ο
βλ. σιρόκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σορόκος — ο, Ν βλ. σιρόκος …   Dictionary of Greek

  • σιρόκος — Λέγεται και σορόκος. Ξερός, συχνά θερμός άνεμος, που καταστρέφει τη βλάστηση γιατί ενισχύει την εξάτμιση και έτσι προκαλεί στα φυτά έλλειψη υγρασίας και διαταραχή της ανταλλαγής της ύλης. Είναι ο «εύρος» των αρχαίων Ελλήνων (ΝΑ. άνεμος) που… …   Dictionary of Greek

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

  • ετησίες — οι (Α ἐτησίαι) [έτος] (πολλές φορές συνοδεύεται από τη λέξη άνεμοι) περιοδικοί βόρειοι άνεμοι που πνέουν το καλοκαίρι στην ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου, οι μεσογειακοί μουσσώνες, τα μελτέμια αρχ. 1. ο άνεμος Εύρος, δηλ. ο νοτιοανατολικός, κν.… …   Dictionary of Greek

  • οστριασιρόκος — και οστριασορόκος, ο ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο ευρόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + σιρόκος / σορόκος] …   Dictionary of Greek

  • σοροκάδα — η, Ν κοινή ονομασία που δίνεται από τους ναυτικούς στους ανέμους οι οποίοι πνέουν από τα νοτιοδυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορόκος + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • σοροκάδα — η δυνατός σορόκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”